ασίγητος

ασίγητος
η , ο [ος , ον ]
1) неумолкающий, болтливый; 2) перен. неугасимый (о страсти и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασίγητος" в других словарях:

  • ἀσίγητος — never silent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασίγητος — η, ο (AM ἀσίγητος, ον) [σιγώ] 1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί 2. ο αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • ἀσιγήτως — ἀσίγητος never silent adverbial ἀσίγητος never silent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίγητον — ἀσίγητος never silent masc/fem acc sg ἀσίγητος never silent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτοιο — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτοις — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτοισι — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτοισιν — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτου — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτους — ἀσίγητος never silent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιγήτων — ἀσίγητος never silent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»